σφηκοφωλιά

σφηκοφωλιά
και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν
1. φωλιά σφηκών
2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων
β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφηκοφωλιά — η 1. φωλιά σφηκών. 2. άντρο κακοποιών: Τι γύρευες σ αυτή τη σφηκοφωλιά; – Έπεσε σε σφηκοφωλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρήνιον — ἀνθρήνιον, το (Α) [ανθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. κερήθρα …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… …   Dictionary of Greek

  • σφηγκοφωλιά — η, Ν βλ. σφηκοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • σφηκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ.). * * * η, ΝΑ [σφήξ, ηκός] η φωλιά τών σφηκών, η σφηκοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • σφηκοφωλέα — η, Ν βλ. σφηκοφωλιά …   Dictionary of Greek

  • σφηκών — ῶνος, ὁ, Α (πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) η φωλιά τών σφηκών, σφηκοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφαιρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • τενθρήνιον — τὸ, Α [τενθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”